σοσιαλδημοκρατία

σοσιαλδημοκρατία
Όρος που προέρχεται από τη σύνδεση των εννοιών του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας και χρησιμοποιήθηκε στη νεότερη πολιτική ορολογία για το χαρακτηρισμό κινημάτων που δέχονται τις οικονομικοκοινωνικές μεταβολές, αλλά γενικά με μετριοπαθή και μεταρρυθμιστική κατεύθυνση. Όσο κι αν μερικοί συγγραφείς προσπαθούν να δώσουν διαφορετική έννοια και αξία στις εκφράσεις «δημοκρατικός σοσιαλισμός» και σ., εννοώντας τον πρώτο κυρίως ως αντίθεση προς το σοσιαλισμό της αριστεράς και τον κομμουνισμό και τη δεύτερη ως προοδευτική κυβερνητική δραστηριότητα, είναι ωστόσο δύσκολο να τηρηθεί η διάκριση αυτή στο ιστορικό πεδίο, όπου οι δύο αυτές περιοχές τείνουν πρακτικά να είναι ισοδύναμες. Η λέξη σοσιαλδημοκρατία είναι σχετικά νέα και, μολονότι γεννήθηκε στη Γαλλία κατά τα μέσα του περασμένου αιώνα, τη μεγαλύτερη εφαρμογή της τη βρήκε στη Γερμανία. Το πρώτο «Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα των Εργαζομένων» ιδρύθηκε στο Άιζεναχ το 1869 από τον Μπέμπελ και το Λίμπκνεχτ. Έξι χρόνια αργότερα όμως ενώθηκε με το κίνημα που εμπνεόταν από τις αρχές του Λα Σαλ και έγινε το «Σοσιαλιστικό κόμμα των Γερμανών εργατών». Τα δύο ρεύματα (το πρώτο μαρξιστικής προέλευσης και το δεύτερο με δημοκρατικο-προοδευτικές αντιλήψεις) προσπάθησαν να βρουν κοινή βάση σ’ ένα πρόγραμμα της σ., που παρουσίασε το 1891 ο Καρλ Κάουτσκυ και που εγκρίθηκε στο συνέδριο του Ερφουρτ. Το πρόγραμμα αυτό προϋπόθετε την αποδοχή της ταξικής πάλης ως όργανου για τη χειραφέτηση του προλεταριάτου και είχε διπλή επιδίωξη: «μέγιστη», τη μετατροπή της κοινωνικής δομής από καπιταλιστική σε σοσιαλιστική· και «ελάχιστη», την εισαγωγή στην κρατική οργάνωση ενός αριθμού μεταρρυθμίσεων προς όφελος του εθνικού συνόλου, Γρήγορα όμως αποδείχτηκε πως οι δυο αυτοί αντικειμενικοί σκοποί ήταν ασυμβίβαστοι, γιατί ο πρώτος έτεινε προς την κατάκτηση του κράτους, ενώ ο δεύτερος δεν προχωρούσε πέρα από το αίτημα, έστω και έντονο, μεταρρυθμίσεων. Παρόλη τη βαθιά αυτή διάσταση στο εσωτερικό του, το γερμανικό κόμμα άσκησε μεγάλη επιρροή σε όλα τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κινήματα. Το 1969 το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ανάλαβε την κυβέρνηση στην Ομοσπονδιακή Γερμανία: περισσότερο όμως από την κοινωνική νομοθεσία της, η δράση της κυβέρνησης του ηγέτη του κόμματος Βίλι Μπραντ (βραβείο Νόμπελ της ειρήνης, 1971) χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια χαλάρωσης της έντασης μεταξύ ανατολικής και δυτικής Ευρώπης (σύμφωνα με την πρώην ΕΣΣΔ., την Πολωνία και την Ανατολική Γερμανία). Στη Μεγάλη Βρετανία δημιουργήθηκε το 1881 η Socialdemocratic Federation με πρωτοβουλία του Χίντμαν και του Μόρις, που συγχωνεύτηκε με το Εργατικό κόμμα· στην Αυστρία το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα γεννήθηκε στο Χάινφελντ το 1889 και είχε κορυφαίους εκπρόσωπους του τους Μαξ Άντλερ, Ότο Μπάουερ και Ρούντολφ Χίλφερντινγκ· στη Γαλλία η σ. ξεκίνησε με κύριο εκπρόσωπο το Μιλεράν στην Ιταλία η σοσιαλδημοκρατική πτέρυγα του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος, στην οποία διακρινόταν η προσωπικότητα του Τζουζέπε Σάραγκατ, συγκροτήθηκε το 1947 σε ανεξάρτητο κόμμα (Σοσιαλιστικό κόμμα των Ιταλών εργαζόμενων) κατά τη διάρκεια του 25ου σοσιαλιστικού συνέδριου που έγινε στη Ρώμη και το 1951 συγχωνεύτηκε με το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Τζουζέπε Ρομίτα για να δημιουργηθεί το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα. Σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί: ο Λίμπκνεχτ. Σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί: ο Κάουτσκι. Σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί: ο Έμπερτ. Σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί: ο Μπραντ. Αντιχιτλερική προκήρυξη (1932) του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ο Ραμσέï Μακντόναλντ παρουσιάζει στο Κοινοβούλιο την πρώτη αγγλική σοσιαλδημοκρατική (εργατική) κυβέρνηση (1924).
* * *
η, Ν
1. (κοινων.-πολ.) πολιτική ιδεολογία η οποία υποστηρίζει την ειρηνική βαθμιαία μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό μέσω τής καθιερωμένης πολιτικής διαδικασίας, απορρίπτοντας την ένοπλη εξέγερση και την άσκηση βίας για την κατάληψη τής εξουσίας
2. το κόμμα ή τα κόμματα που διέπονται από την ιδεολογία αυτή, η σοσιαλδημοκρατική παράταξη μιας συγκεκριμένης χώρας ή μιας ομάδας χωρών («γερμανική σοσιαλδημοκρατία»)
3. φρ. «σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία»
(κοινων.-πολ.) το σύνολο τών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων τής Σκανδιναβίας, που ιδρύθηκαν στα τέλη τού 19ου αιώνα και, συγκεκριμένα, τής Δανίας, τής Νορβηγίας, τής Σουηδίας και τής Φινλανδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γερμ. sozialdemokratie < sozialdemokrat (βλ. σοσιαλδημοκράτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σοσιαλδημοκρατία — η πολιτική ιδεολογία που επιδιώκει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας με βαθμιαίες μεταρρυθμίσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλδημοκρατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοσιαλδημοκράτη ή στην σοσιαλδημοκρατία 2. φρ. «σοσιαλδημοκρατικό κόμμα» πολιτικό κόμμα τού οποίου η ιδεολογία και το πρόγραμμα προσδιορίζονται από την ιδεολογία και τις αρχές τής σοσιαλδημοκρατίας.… …   Dictionary of Greek

  • Κατράιν, Βίκτορ — (Victor Cathrein, 1845 – 1931). Ελβετός φιλόσοφος. Ανήκε στο τάγμα των ιησουιτών και δίδαξε ηθική και φιλοσοφία στο Φάλκενμπουργκ της Ολλανδίας. Ο Κ. ήταν αντίπαλος κάθε ηθικού συστήματος το οποίο δεν στηριζόταν στα χριστιανικά δόγματα, γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • Κόεν, Χέρμαν — (Herman Cohen, Κόσβιχ 1842 – Βερολίνο 1918). Γερμανός φιλόσοφος. Θεωρείται ο θεμελιωτής της σχολής του Μαρβούργου, όπου και διετέλεσε καθηγητής (1876 1912) καθώς επίσης και ένας από τους κυριότερους εκφραστές του νεοκαντιανισμού. Ο Κ. απέρριψε… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνστάιν, Έντβαρντ — (Edward Bernstein, 1850 – 1932). Γερμανός πολιτικός. Ήταν οπαδός του Ε. Ντίρινγκ και υπέρμαχος του ιδεολογικού συμβιβασμού, μαζί με τον Λασάλ και τους οπαδούς του. Προσχώρησε στη σοσιαλδημοκρατία το 1872. Ύστερα από έντονη κριτική των θέσεών του… …   Dictionary of Greek

  • Τάλμαν, Έρνεστ — (Thalmann, 1886 – 1944). Γερμανός πολιτικός. Αναμείχθηκε από νωρίς στο επαναστατικό κίνημα της εποχής του και το 1903 προσχώρησε στη Σοσιαλδημοκρατία. Το 1924 εξελέγη βουλευτής του Κομουνιστικού Κόμματος Γερμανίας στο Ράιχσταγκ. Υποψήφιος του… …   Dictionary of Greek

  • Χέχμπεργκ, Καρλ — (Hφchberg, 1853 – 1884). Γερμανός σοσιαλιστής συγγραφέας μεταρρυθμιστικών τάσεων. Σπούδασε φιλοσοφία στη Χαϊδελβέργη και στη Ζυρίχη και το 1875 προσχώρησε στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, αλλά δεν παραδέχτηκε ποτέ ανεπιφύλακτα τον διαλεκτικό… …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλδημοκρατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σοσιαλδημοκρατία: Σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης κυβερνούν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”